- κερασιά
- ητο οπωροφόρο δέντρο κερασιά: Έχει πολλές κερασιές το χωριό αυτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κερασιά — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus … Dictionary of Greek
κερασία — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus … Dictionary of Greek
κεράσια — κεράσιον fruit of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Κερασιά — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.105 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο εσωτερικό του ακρωτηρίου Μεγάλο Καραμπουρνού, κοντά στη Νέα Μηχανιώνα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μηχανιώνας. Έως το 1981 ονομαζόταν Έμβολο … Dictionary of Greek
δρύπη — Σαρκώδης καρπός με ξυλώδες ενδοκάρπιο (κουκούτσι), που αποτελεί το κέλυφος του πυρήνα. Η δ. είναι χαρακτηριστικός καρπός πολυάριθμων φυτών της οικογένειας των ροδιδών (υποοικογένεια προνοειδή, π.χ. δαμασκηνιά, κερασιά, βερικοκιά και ροδακινιά).… … Dictionary of Greek
κέρασος — η (ΑΜ κέρασος, ὁ, Α και κερασός, ὁ) το οπωροφόρο δέντρο κερασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει το ληκτικό μόρφημα σος που είναι χαρακτηριστικό δάνειων λ. (πρβλ. θίασος, κάρπασος). Θα πρέπει να αποτελεί παλαιότατο δάνειο (πιθ. από την περιοχή τού… … Dictionary of Greek
κεράσι — το (ΑΜ κεράσιον) ο καρπός τής κερασιάς νεοελλ. φρ. «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι» όταν ακούς βαρύγδουπα λόγια ή μεγάλες υποσχέσεις να είσαι επιφυλακτικός μσν. αρχ. η κερασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρασος + υποκορ. κατάλ. ι (ον), πρβλ … Dictionary of Greek
κερασέα — Ονομασία οικισμών. Βλ. λ. Κερασιά. * * * η (Μ κερασέα) βλ. κερασιά … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
Paliani — (Παλιανή) is a municipality in the Heraklion Prefecture, Crete, Greece. Population 2,404 (2001). The seat of the municipality is in Venerato. Until 2002, the municipality was named Tetrachori .In the dimos local government of Paliani Παλιανή ,… … Wikipedia